ἑταῖρ'

ἑταῖρ'
ἑταῖραι , ἑταίρα
fem nom/voc pl (ionic)
ἑταῖρε , ἑταῖρος
comrade
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”